δευτέριο

δευτέριο
Σταθερό ισότοπο του υδρογόνου, που παριστάνεται με το σύμβολο D ή Η2. Το δ. έχει διπλάσια ατομική μάζα από το υδρογόνο, ενώ ο πυρήνας του (δευτόνιο ή δευτερόνιο) αποτελείται από ένα νετρόνιο και από ένα πρωτόνιο, σε αντίθεση με τον πυρήνα του υδρογόνου που αποτελείται μόνο από ένα πρωτόνιο. Η ύπαρξή του διαπιστώθηκε φασματοσκοπικά το 1931 (Γιούρεΐ, Μπρικεβέντε, Μόρφι). Τα άτομα του δ. και του υδρογόνου έχουν ανάλογες χημικές ιδιότητες, αφού και τα δύο διαθέτουν μόνο ένα ηλεκτρόνιο, το οποίο έχει διάταξη στα ίδια ενεργειακά επίπεδα· συνάγεται έτσι ότι το δ. είναι σε θέση να αντικαταστήσει το άτομο του υδρογόνου στις ενώσεις του. Το ύδωρ, για παράδειγμα, ένωση του υδρογόνου και του οξυγόνου, περιέχει ποσοστό μεταβλητού βάρους από 0,014% έως 0,015% μόρια, στα οποία τα άτομα του υδρογόνου έχουν αντικατασταθεί από άτομα δ. Τα μόρια αυτά ονομάζονται βαρύ ύδωρ. Το δ., όταν ακόμα δεν έχει συντεθεί, χρησιμοποιείται ως μέσο στην έρευνα, είτε σε αέρια είτε σε υγρή κατάσταση. Η κύρια εφαρμογή αυτού του ισότοπου είναι εκείνη που συνδέεται με την ένωσή του, το βαρύ ύδωρ. Η μορφή αυτή είναι ένας εξαίρετος κατευθυντήριος ρυθμιστής των νετρονίων που εμφανίζονται σε έναν αντιδραστήρα, ο οποίος έχει περιορισμένη ικανότητα να τα απορροφήσει και την ιδιότητα να τα επιβραδύνει ταυτόχρονα. Οι εφαρμογές του δ. ως πηγής πυρηνικής ενέργειας βασίζονται στην πυρηνική σχάση. Οι μέθοδοι για τον διαχωρισμό του δ. από το υδρογόνο και από τις ενώσεις του που εμφανίζονται σε μικρό ποσοστό στις ανάλογες ενώσεις του υδρογόνου εκμεταλλεύονται τη σημαντική διαφορά μάζας των δύο ισοτόπων. Το δευτέριο αποχωρίζεται από το υδρογόνο με διαδοχικές διαχύσεις του μείγματος υδρογόνου-δευτερίου, μέσω πορωδών διανοίξεων. Το πρώτο διαχέεται ταχύτερα και το αέριο που παραμένει είναι εμπλουτισμένο σε δευτέριο.
* * *
το
ισότοπο τού υδρογόνου γνωστό και ως βαρύ υδρογόνο, σύμβολο D ή 21Η και ατομικό βάρος ίσο προς 2,0148 (περίπου 2).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

  • δευτερί — και δευτεριό, το 1. το δεύτερο σκάψιμο τού αμπελιού, δισκάφισμα, δευτέρωμα 2. το δεύτερο όργωμα τού χωραφιού 3. το δεφτέρι, το σημειωματάριο …   Dictionary of Greek

  • επιβραδυντής — Ένα υλικό που χρησιμοποιείται σε έναν αντιδραστήρα για την επιβράδυνση των νετρονίων που εκπέμπονται κατά τις σχάσεις των πυρήνων του καυσίμου. Τα νετρόνια όταν παράγονται έχουν ενέργεια αρκετών εκατομμυρίων ηλεκτρονιο βολτ. Στους θερμικούς… …   Dictionary of Greek

  • υδρογόνο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Η· είναι το πρώτο στοιχείο του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό 1, ατομικό βάρος 1,008 και δύο ισότοπα: ένα σταθερό (δευτέριο) με μάζα Η2 και ένα ραδιενεργό (τρίτιο) με μάζα Η3 και περίοδο υποδιπλασιασμού 12½ χρόνια …   Dictionary of Greek

  • Γιούρεϊ, Χάρολντ Κλέιτον — (Harold Clayton Urey, Βάλκερτον, Ινδιάνα 1893 – 1981). Αμερικανός χημικός. Σπούδασε ζωολογία και χημεία και για ένα μικρό διάστημα εργάστηκε μαζί με τον χημικό Μπορ στην Κοπεγχάγη. Έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και… …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια σύνδεσης — Η ενέργεια που εκλύεται όταν πρωτόνια, νετρόνια και ηλεκτρόνια ενώνονται για να σχηματίσουν ένα άτομο. Το ίδιο ποσό ενέργειας απαιτείται για τη διάσπαση ενός πυρήνα στα συστατικά του, ενέργεια που είναι ισοδύναμη με το έλλειμμα μάζας του πυρήνα.… …   Dictionary of Greek

  • Λιούις, Γκίλμπερτ Νιούτον — (Gilbert Newton Lewis, Μασαχουσέτη 1875 – Μπέρκλεϊ 1946). Αμερικανός χημικός και πανεπιστημιακός. Το 1899 έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και στη συνέχεια (1907) διετέλεσε καθηγητής στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλης έκρηξης, θεωρία — (Big Bang theory). Ονομασία θεωρίας που αναφέρεται στη γέννηση και στην εξέλιξη του σύμπαντος. Η δημιουργία του τελευταίου περιγράφεται ως προϊόν αρχικά έκρηξης και μετέπειτα διαστολής του. Πριν από περίπου 18 δισεκατομμύρια έτη, ολόκληρο το… …   Dictionary of Greek

  • ύδωρ, βαρύ — Ένωση, χημικά ανάλογη με το κοινό νερό, αλλά με διαφορετικά φυσικά χαρακτηριστικά, επειδή στο μόριό του, αντί των δύο ατόμων του υδρογόνου, περιέχει δύο ισότοπά του, που ονομάζονται δευτέριο (σύμβολο D). Επειδή η ατομική μάζα του δευτέριου είναι… …   Dictionary of Greek

  • ισότοπα — τα άτομα με τον ίδιο αριθμό πρωτονίων, αλλά με διαφορετικό αριθμό νετρονίων: Το δευτέριο είναι το ισότοπο του υδρογόνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”